ἀγρονόμων

ἀγρονόμων
ἀγρόνομος
haunting the country
masc/fem/neut gen pl
ἀγρονόμος
haunting the country
masc/fem/neut gen pl
ἀγρονόμος
haunting the country
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… …   Wikipédia en Français

  • οβρίκαλα — ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α) νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. τού πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι) …   Dictionary of Greek

  • Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης — Διοικητική έδρα του είναι η Θεσσαλονίκη, ενώ τμήματά του λειτουργούν στη Φλώρινα, την Κοζάνη και τις Σέρρες. Συγκεκριμένα, λειτουργούν οι παρακάτω σχολές και τμήματα: 1. Θεολογική σχολή, στην οποία ανήκουν τα τμήματα θεολογίας και ποιμαντικής και …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο — (ΕΜΠ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο οποίο διδάσκονται θετικές και πρακτικές επιστήμες καθώς και καλές τέχνες (η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών είναι ανεξάρτητο ίδρυμα). Αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου και υπάγεται στην άμεση εποπτεία του… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μπένος, Σταύρος — (Καλαμάτα 1947 –). Πολιτικός, τοπογράφος μηχανικός. Φοίτησε στην σχολή αγρονόμων – τοπογράφων μηχανικών του Α.Π.Θ. Το 1978 εξελέγη δήμαρχος Καλαμάτας, αξίωμα στο οποίο επανεξελέγη στις δημοτικές εκλογές του 1982 και του 1986. Ως δήμαρχος… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”